Πολύ χοντρικά, ο ανατολικός μεσημβρινός 23° Ε (που διέρχεται από Κύθηρα-Κόρινθο-Βόλο-Θεσσαλονίκη) διαιρεί την ελλαδική χερσόνησο στη βροχερότερη δυτική και στη λιγότερο βροχερή ανατολική.
Γενικά στη Μεσόγειο, η βροχή ελαττώνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά και από τα βόρεια προς τα νότια. Στην Ελλάδα αυξάνεται με το γεωγραφικό πλάτος, ενώ στα ίδια γεωγραφικά πλάτη είναι σχετικά ισχυρότερη στη χέρσα περιοχή και μικρότερη στα πελάγη.
Διακρίνονται οι ακόλουθες 6 ζώνες διαφορετικής βροχόπτωσης, παράλληλες περίπου με την κατεύθυνση των κύριων ορεινών όγκων:
1) Κατά μήκος των ακτών και των νησιών της δυτικής Ελλάδας, με μέσο ετήσιο ύψος βροχής 800-1200 χιλιοστά.
2) Πιο ανατολικά εκτείνεται η κύρια ορεινή ζώνη της Ελλάδας, η οποία είναι και η πιο βροχερή. Εδώ τα μέσα ετήσια βροχομετρικά ύψη κυμαίνονται από 1.000 ως 1.400 mm (στην περιοχή των Πρεσπών), υπερβαίνουν τα 1.800 mm στις κορυφογραμμές της ηπειρωτικής Πίνδου, ενώ νοτιότερα,στη Στερεά και στην Πελοπόννησο, η βροχόπτωση είναι 800-1.600 mm. Νοτιότερα ακόμη, στα όρη της δυτικής Κρήτης, το ετήσιο βροχομετρικό ύψος φτάνει τα 1.000-2.000 mm.
3) Ανατολικότερα και παράλληλα με τη ζώνη αυτή βρίσκεται μια περιοχή με λιγότερες βροχές. Αυτή περιλαμβάνει: τη νότια Μακεδονία (600-800 mm),τη Θεσσαλία, την ανατολική Στερεά και τη δυτική Εύβοια (400-800 mm), την ανατολική Πελοπόννησο και τις δυτικές Κυκλάδες (350-600 mm).
4) Ανατολικότερα υπάρχει η σχεδόν ευθεία ορεινή αλυσίδα κατά μεγάλο μέρος παράκτια, με αρκετά μεγάλα βροχομετρικά ύψη. Περιλαμβάνει το Πάικο και το Βέρμιο (800-1.200 mm), τον Όλυμπο (1.000-2.000 mm), την Όσσα και το Πήλιο (800-1.200 mm), τις βόρειες Σποράδες και την ορεινή ανατολική Εύβοια (800-1.200 mm) και τις βορειοανατολικές Κυκλάδες (600-800 mm).
5) Ανατολικότερα έχουμε την κοιλάδα του Αξιού και της δυτικής Χαλκιδικής με περιορισμένες βροχοπτώσεις (400-600 mm), ενώ η ανατολική Χαλκιδική,με το όρος Χολομώντα, έχει κάπως ψηλό βροχομετρικό ύψος (600-1.000 mm).
6) Η τελευταία ζώνη αρχίζει από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (800-1.200 mm), συνεχίζεται με τα νησιά Θάσο, Λήμνο, Σαμοθράκη (400-600 mm) και εκτείνεται στα νησιά που είναι κοντά στα μικρασιατικά παράλια και τα Δωδεκάνησα (600-1.000 mm). Η ανατολική Κρήτη παρουσιάζει μικρά ποσά βροχής.
Εν κατακλείδι, το μεγαλύτερο βροχομετρικό ύψος παρουσιάζεται στα ανώτερα στρώματα των ορεινών όγκων της Πίνδου και του Ολύμπου, όπως και στα όρη της δυτικής Κρήτης (1.800 mm), ενώ το ελάχιστο βροχομετρικό ύψος εμφανίζεται στα νησιά του Σαρωνικού (Αίγινα, 321 mm) και του νότιου Αιγαίου (Θήρα,374 mm).
Τα μεγαλύτερα ετήσια ύψη βροχής σημειώνονται πάνω από τις ορεινές και τις δυτικές περιοχές, λόγω της επίδρασης του αναγλύφου. Επιπλέον η αυξημένη βροχόπτωση που παρατηρείται στις δυτικές περιοχές της Ελλάδας οφείλεται στην συνήθη κίνηση των καιρικών φαινομένων από τα δυτικά προς τα ανατολικά, που συναντούν αρχικά αυτές τις περιοχές, όπου κι εναποθέτουν τα μεγαλύτερα ύψη βροχής συνεπικουρούμενες και από το ανάγλυφο.
Στην υπήνεμη ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζονται μικρότερα ύψη βροχής από τη δυτική εξαιτίας της ελάττωσης της περιεκτικότητας υδρατμών στην πορεία τους πάνω από τις δυτικές περιοχές και έχοντας εγκλωβιστεί σε κάποιο βαθμό πριν υπερπηδήσουν την Πίνδο.
Η Αττική και τα νησιά του Αργοσαρωνικού εμφανίζουν τα χαμηλότερα ύψη βροχής στην Ελληνική επικράτεια, ενώ ειδικά τα νησιά του Αργοσαρωνικού αποτελούν την πιο ξηρή περιοχή της Ελλάδας.
Στις ανοιχτές, προς Βορρά, πεδιάδες της Θεσσαλονίκης και των Σερρών έχουμε μικρά σχετικώς ύψη βροχής,εξαιτίας της επίδρασης των ξηρών και ψυχρών καταβατικών ανέμων, του Βαρδάρη και του Ρουπελιώτη, αντίστοιχα.
Επίσης εκτός από την Πίνδο, τα όρη της Εύβοιας, του Ολύμπου καθώς και οι βορειότερες οροσειρές συγκροτούν έναν δευτερεύοντα παράγοντα οµβροσκιάς–οµβροπλευράς στις ανατολικές περιοχές της Ελλάδας, όπου η οµβροσκιά εκτείνεται στα δυτικά και η οµβροπλευρά στα ανατολικά της περιοχής του άξονα της ανατολικής ηπειρωτικής και παράκτιας ελληνικής χερσονήσου.
Η μέτρηση της βροχόπτωσης αποδίδεται σε χιλιοστά (mm). Η βροχή συγκεντρωμένη σε μια οριζόντια επιφάνεια σχηματίζει ένα υδάτινο στρώμα το πάχος του οποίου μετρούμενο σε χιλιοστά του μέτρου εκφράζει το ύψος της βροχής. Ένα χιλιοστό βροχής σε επιφάνεια ενός τετραγωνικού μέτρου ισοδυναμεί με ένα λίτρο νερού.
Αυτή η ποσότητα μετρούμενη στιγμιαία ή σε ετήσια/μηνιαία/ τριμηνιαία βάση, μας δίνει το μέτρο του επιπέδου βροχόπτωσης.